- ξεφασκιώνω
- μετ.1) распелёнывать; 2) разбинтовывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφασκιώνω — 1. βγάζω τη φασκιά βρέφους 2. μτφ. αφαιρώ τους επιδέσμους ή το περιτύλιγμα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φασκιώνω] … Dictionary of Greek
ξεφάσκιωμα — το [ξεφασκιώνω] 1. η αφαίρεση τής φασκιάς τού βρέφους 2. μτφ. το ξετύλιγμα, η αφαίρεση τών επιδέσμων ή τού περιτυλίγματος … Dictionary of Greek